Σύγχρονη
Διαγνωστική
&Θεραπευτική

ΟΥΡΟΛΟΓΙΑ

Αρχική 5 Ουρολογικές Παθήσεις 5 Καλοήθης υπερπλασία προστάτη

Καλοήθης υπερπλασία προστάτη

Ως τέτοια ορίζεται η καλοήθης διόγκωση της μεταβατικής ζώνης του προστάτη και αποτελεί το συνηθέστερο καλόηθες νόσημα στον άντρα. Ως νόσος διαφοροποιείται από τον καρκίνο του προστάτη ο οποίος αναπτύσσεται στην περιφερική ζώνη. Ως εκ τούτου, μια επιτυχής φαρμακευτική ή χειρουργική αντιμετώπιση της δεν αποκλείει πιθανή εμφάνιση καρκίνου στο μέλλον και ο ασθενής θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθείται από τον ουρολόγο.

Η ηλικία, η κληρονομικότητα και τα επίπεδα διαφόρων ορμονών στο αίμα αποτελούν τους κύριους αιτιολογικούς παράγοντες εμφάνισης και ανάπτυξης της νόσου. Λοιποί αιτιολογικοί παράγοντες φαίνεται να είναι η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ.

Η υπερπλασία προστάτη, αν και δεν μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο, επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου και την ηλικία του ασθενούς. Δε συνοδεύεται πάντα από συμπτώματα, ενώ η πιθανή συμπτωματολογία δε σχετίζεται πάντα με το απόλυτο μέγεθος του προστάτη αδένα. Συνεπώς υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ενδεχομένως παίζουν κάποιο ρόλο στην ύπαρξη συμπτωμάτων.

Τα κύρια συμπτώματα είναι εκείνα που σχετίζονται με την πλήρωση (ερεθιστικά) και εκείνα που σχετίζονται με την κένωση (αποφρακτικά) της κύστης. Η πρώτη ομάδα συμπτωμάτων περιλαμβάνει τη συχνουρία, την επιτακτική ούρηση (ο ασθενής δε μπορεί να περιμένει για να πάει στην τουαλέτα για να ουρήσει), τη νυκτουρία (ο ασθενής σηκώνεται πολλές φορές τη νύχτα για να ουρήσει) και η δυσουρία (τσούξιμο κατά την ούρηση).

Στη δεύτερη κατηγορία συμπτωμάτων ανήκουν η μείωση της ακτίνας ροής, η παράταση του χρόνου ούρησης, η καθυστέρηση έναρξης της ούρησης, η στραγγουρία (ούρηση σε σταγόνες) και το αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι ενδεικτικά αλλά δεν επιβεβαιώνουν τη νόσο, αφού μπορεί να παρουσιαστούν και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις του κατώτερου ουροποιητικού, όπως τα στενώματα ουρήθρας, ο καρκίνος του προστάτη και ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης.

Χρήσιμα διαγνωστικά εργαλεία αποτελούν η λήψη ιστορικού, η χρήση ερωτηματολογίων ποιότητας της ούρησης (IPSS), η κλινική εξέταση, διάφορες εργαστηριακές εξετάσεις (PSA, γενική ούρων, νεφρική λειτουργία), το υπερηχογράφημα, και η μέτρηση της ροής ούρων με μια ειδική συσκευή (ουροροόμετρο).

Η θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας εξαρτάται από τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και την αξιολόγηση τους από τον ασθενή, το μέγεθος του προστάτη, και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Σε περίπτωση ήπιας συμπτωματολογίας μπορεί να προτιμηθεί η απλή παρακολούθηση, η λήψη διαφόρων φυτικών σκευασμάτων, αλλά και η αλλαγή των διαφόρων συνηθειών του ασθενούς, όπως η ελάττωση του καπνίσματος, του αλκοόλ και του καφέ, η κατανομή της λήψης υγρών ανάλογα με την εργασία και τον ύπνο του, και η αύξηση της σωματικής άσκησης.

Σε ασθενείς με μέτρια συμπτωματολογία συνίσταται η φαρμακευτική αντιμετώπιση η οποία μπορεί να αποτελείται από φάρμακα που προκαλούν χάλαση των μυϊκών ινών του προστάτη και του αυχένα της ουροδόχου κύστης, φάρμακα που μειώνουν τον όγκο του προστάτη, και φάρμακα που μειώνουν τις μυϊκές συσπάσεις της ουροδόχου κύστης. Η χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται σε περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής αλλά και με την ύπαρξη διαφόρων σχετικών και απόλυτων ενδείξεων. Οι σχετικές ενδείξεις εκπίπτουν από την υποκειμενική αξιολόγηση των συμπτωμάτων και την επίπτωση αυτών στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.

Απόλυτες ενδείξεις, που καθιστούν τη χειρουργική θεραπεία επιτακτική, είναι η έντονη αιματουρία, οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του προστάτη, οι επισχέσεις ούρων (αδυναμία ούρησης και κοιλιακό άλγος), η λιθίαση ουροδόχου κύστης, και η νεφρική ανεπάρκεια που προκαλείται από χρόνια απόφραξη της ουροδόχου κύστης και των νεφρών. Το είδος της χειρουργικής θεραπείας εξαρτάται από το μέγεθος και τα ανατομικά χαρακτηριστικά του προστάτη, την παρουσία συνοδών προβλημάτων (λιθίαση, εκκόλπωμα ουροδόχου κύστης), την ηλικία, τη γενική κατάσταση, και τη φαρμακευτική αγωγή (αντιπηκτικά φάρμακα) του ασθενούς.

Τα τελευταία χρόνια, η ανοιχτή χειρουργική αντιμετώπιση έχει αντικατασταθεί από καινοτόμες τεχνικές όπως η διπολική διουρηθρική προστατεκτομή (TURiS), η laser εξάχνωση (Greenlight), και η ενδοσκοπική εκπυρήνιση του προστατικού αδενώματος (HoLEP. ThuLEP, BipoLEP). Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί και λαπαροσκοπική, ή ρομποτικά υποβοηθούμενη αδενωματεκτομή.